- κοχλί
- κοχλίςfem voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ορύσσω — και ορύττω (ΑΜ ὀρύσσω, Α και δ. γρφ. ὀρύχω, αττ. τ. ὀρύττω) σκάβω, ανοίγω κοίλωμα στη γη με εκσκαφή, ανασκάπτω, κατασκευάζω όρυγμα («ἔκτοσθεν δὲ βαθεῑαν ὀρύζομεν ἐγγύθι τάφρον», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για τους ασπάλακες, τους τυφλοπόντικες) σκάβω… … Dictionary of Greek
πολφουλκός — ο, Ν η πολφοβελόνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολφός + ουλκός (< ελκός < ἕλκω), πρβλ. κοχλι ουλκός] … Dictionary of Greek
cochliocarpous — cochliocarpous, a. Bot. (ˌkɒklɪəʊˈkɑːpəs) [f. Gr. κοχλί ας snail, spiral (see cochlea) + καρπ ός fruit + ous.] ‘A term applied to fruits that are spirally twisted’ (Syd. Soc. Lex. 1882) … Useful english dictionary